ραβδάκι

ραβδάκι
το, Ν [ραβδί]
υποκορ. μικρό ραβδί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • βεργέτα — η (Μ βεργέττα) νεοελλ. 1. βέρα 2. σκουλαρίκι 3. το επάνω ημικυκλικό μέρος του σκουλαρικιού 4. (για γυναίκα) λυγερή σαν βέργα μσν. ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. verghetta «το ραβδάκι»] …   Dictionary of Greek

  • εμακιμονό — Ιαπωνική λέξη που αναφέρεται στις αρχέγονες μορφές του εικονογραφημένου βιβλίου, οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά τις περιόδους Xεϊάν και Kαμακούρα. Πρόκειται για ζωγραφικά έργα, φιλοτεχνημένα μαζί με γραπτές περικοπές, σε μακριές λωρίδες χαρτιού,… …   Dictionary of Greek

  • εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… …   Dictionary of Greek

  • τρίγωνο — το 1. γεωμετρικό σχήμα με τρεις γωνίες και τρεις πλευρές, τρίπλευρο. 2. όργανο των σχεδιαστών σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου. 3. ξυλουργικό εργαλείο σε παρόμοιο σχήμα για εξακρίβωση δίεδρων γωνιών, η «γωνιά». 4. μεταλλικό μουσικό όργανο σε σχήμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”